Ερετριευς

Ερετριευς
    Ἐρετριεύς
    -εως ὅ эретриец Her., Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Ερετριευς" в других словарях:

  • Ἐρετριεύς — Eretria masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριεῖς — Ἐρετριεύς Eretria masc acc pl Ἐρετριεύς Eretria masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριῆς — Ἐρετριεύς Eretria masc nom pl Ἐρετριεύς Eretria masc nom/voc pl Ἐρετριός fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριέως — Ἐρετριεύς Eretria masc nom sg (epic ionic) Ἐρετριέω̆ς , Ἐρετριεύς Eretria masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρετρίης — Ἐρετριεύς Eretria masc nom pl Ἐρετριεύς Eretria masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριεῖ — Ἐρετριεύς Eretria masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριεῦ — Ἐρετριεύς Eretria masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριεῦσι — Ἐρετριεύς Eretria masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριεῦσιν — Ἐρετριεύς Eretria masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριᾶ — Ἐρετριεύς Eretria masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριᾶς — Ἐρετριεύς Eretria masc acc pl Ἐρετριός fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»